Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;

Τρεις πήγε πάλι
Αφήνω με το ζόρι το κρεβάτι
Σέρνομαι προς την πραγματικότητα
Χαλάλι
Είμαι τουλάχιστον ζωντανός
Αν αυτό σημαίνει κάτι

Εδώ είμαι πάλι
Πώς βρέθηκα εδώ;
Αφήστε με να σταθώ λίγο
Και θα σας τα πω όλα!
Αφού καταλάβω κι εγώ τι συμβαίνει
Πολύ δυνατό το φως και σήμερα
Μάλλον βρέθηκα εδώ κατά λάθος
Και σεις είστε οι δήμιοι της υπόθεσης
Παλιομαλάκες!

Όχι, περιμένετε!
Δεν το εννοούσα!
Κοιτάξτε με!
Και θα σας τραγουδήσω
Μη φεύγετε σας παρακαλώ
Μη μ’ αφήνετε μόνο εδώ
Θα σας πω ένα αστείο!
Ναι, ένα αστείο να σπάσει ο πάγος
Και λίγο να γελάσετε μαζί μου
Τουλάχιστον κάπου θα φανώ χρήσιμος κι εγώ
Έχετε τα βάσανά σας
Όλη μέρα σχολές- δουλειές
Τρέχετε
Σας καταλαβαίνω
Δεν επιμένω
Δε θέλω πολύ απ’ το χρόνο σας
Θα δείτε
Είμαι ενδιαφέρων κατά βάθος!
Ειδικά άμα πιείτε
Κι άμα έχω πάρει ναρκωτικά
Θα περάσουμε όλοι καλά!
Και θα πάμε σπίτι ευτυχισμένοι

Μη με θεωρείτε παράξενο
Θέλω τόσο να με συμπαθήσετε
Μια ευκαιρία ψάχνω
Να σας κάνω ο μαλάκας να μ’ αγαπήσετε
Μπας και πάρω λίγο απ’ τον πόνο σας μακριά
Και στο τέλος συμπαθήσουμε τους εαυτούς μας
Αντί να προσπερνάμε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων
Ο ένας τον άλλο και να γελάμε
Σα μαλάκες να γελάμε
Που ποτέ δε γνωριστήκαμε

Υπάρχω;
Τα ωχρά κάτουρα στη λεκάνη
Φωνάζουν ναι
Φωνάζουν επίσης νεφρική ανεπάρκεια
Αλλά βαριέμαι να πάω στο γιατρό
Εδώ βαριέμαι ακόμα και να πίνω νερό
Κι ας βοηθάει τέτοιες καταστάσεις όπως είπαν στις ειδήσεις
Τώρα βλέπω τα κάτουρα να στάζουν
Και μιζεριάζω ακόμα περισσότερο
Γιατί πρέπει να τα μαζέψω
Δε μένω μόνος κι οι συγκάτοικοι μου ήδη με μισούν
Παίζουμε όμως όπως πρέπει τους ρόλους
Για το καλό της απομονωμένης συνύπαρξης
Με μισούν αυτοί
Κι εγώ το ίδιο
Με μισώ περισσότερο απ’ όλους

Ποιος ο λόγος να τρέχω στους γιατρούς;
Βαριέμαι να πεθάνω
Αλλά βαριέμαι και να προσέξω την υγεία μου
Σιχαίνομαι να ζω
Μα περισσότερο σιχαίνομαι τους γιατρούς
Χυδαίο είδος
Αν μπορούσα ένα πρωί θα τους σκότωνα όλους
Πριν πιουν καφέ
Και θα τους κρέμαγα στα σύννεφα να μην το πρόσεχε κανείς
Εκτός απ’ όσους γιατρούς τρώνε φρίκες κάθε πρωί
Πριν φορέσουν τις λευκές τους ρόμπες
Κι ανακατέψουν με ψυχές και σωθικά
Την αυταρέσκειά τους
Αλλά είναι χρήσιμοι οι γιατροί φυσικά
Απλά εγώ μισώ τους γιατρούς κι όχι αυτούς ως ανθρώπους γενικά
Γιατί ο άνθρωπος είναι κάτι άλλο απ’ το γιατρό
Κάτι αγνό και καλό
Μάλλον έχω πολλά απωθημένα
Αλλά είμαι γενικά ανθρωπιστής
Όταν δε σκέφτομαι τους ανθρώπους συγκεκριμένα

Φτιάχνω καφέ χωρίς ζάχαρη
Απ’ όλα μαύρο με σκατά
Όχι γιατί δεν έχω λεφτά για ζάχαρη
Αλλά γιατί ξέχασα να πάρω
Μήνες τώρα
Κλέβω καμιά φορά απ’ τα παιδιά
Αλλά με πήραν χαμπάρι και πήραν τη ζάχαρη στα δωμάτια τους
Και τις καφετιέρες τους
Ένα-ένα τα  πήραν όλα μακριά
Όλα δικά τους
Στα φρούρια-δωμάτια τους
Τουλάχιστον λέμε ένα καλημέρα που και που
Να ξέρουμε ότι δεν πέθανε κανένας

Πρόσφατα έμαθα πως τους καφέδες
Και τα φαγητά εδώ
Τα φτιάχνει η μοσάντο
Που ψέκαζε δηλητήριο μ’ αεροπλάνα
Και κάτι παιδιά γεννήθηκαν νεκρά
Ή τετραπληγικά
Δε γαμιέται
Η ανθρωπότητα γαμιέται για τα φράγκα
Γιατί όχι;
Πεθαίνουμε απ’ τα χημικά του κεφαλαίου
Και μάλλον είναι ο καλύτερος τρόπος να ζούμε
Στον κόσμο του κεφαλαίου
Ας πεθάνουμε στα χημικά λοιπόν
Αφού δε μπορούμε να πεθάνουμε στα φράγκα
Και κυρίως δε ψηνόμαστε
Είτε να μπούμε στα σκατά για τα φράγκα
Είτε να ζούμε στα σκατά απ’ τα φράγκα
Αλλά είμαστε μέσα σ’ έναν κουβά
Τουλάχιστον επιβιώνουμε
Ή έτσι λέμε και κοροϊδευόμαστε

Δεν πειράζει
Πες όλα καλά
Και θα τα λέμε που και που
Τα λεπτά που μας δίνουν στο προαύλιο
Τουλάχιστον ας χαμογελάμε μωρέ
Κι ας μισιόμαστε
Κι ας χανόμαστε
Ρε μαλάκες ας χαμογελάμε!
Κλείστε τις μύτες και τ’ αυτιά
Μόνο το βλέμμα μας να διασκεδάζει απ’ το θέαμα
Που αχόρταγα καταναλώνουμε
Αχάριστοι μαλάκες
Χαμογελάτε λίγο τώρα π’ αστράφτουν τα φλας!
Πριν γυρίσουμε στα παγωμένα μας δωμάτια
Που θα μας συντροφεύουν οι καλύτερες ιντερνετικές ατάκες
Ας λέμε καμιά κουβέντα να περνά η ώρα ευχάριστα
Όσο ακόμα έχουμε ώρα
Η αίσθηση μας τελειώνει
Κι είμαστε καμένα χαρτιά
Ας πιστέψουμε πως κάτι καλύτερο υπάρχει
Κι ίσως δούμε φως στο βάθος
Ίσως είναι το τραίνο που θα μας πατήσει
Ίσως είναι ο θάνατος
Ίσως είναι η ζωή
Ποιος ξέρει
Απλά χαμογέλα ρε


Τι σκατά σου ζητάνε;

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Άλλη μία

-Τι κάνεις;
-Καλά, εσύ;
-Καλά μωρέ.

Μια απ' τα ίδια
Άλλη μια μέρα χαμένη στα σκουπίδια
Κάπου ανάμεσα στα bit και τον έρωτα
Τους ηλιόσπορους και την κοινωνική σηψαιμία
Μείον μια αχτίδα απ' το βιολογικό μου σώμα
Ένα χτύπο πιο κοντά στο απόλυτο κενό
Ορφανοί από ελπίδες μεταφυσικές
Χτίζουμε με λάσπη τις ζωές μας
Μπουκωμένοι με καυτό χάος
Πνιγόμαστε στην έλλειψη νοήματος
Που είναι και το νόημα της έλλειψης

Σε είδα μ' ένα χαμόγελο. Προχωρήσαμε ο καθένας προς το κάστρο του. Κλείσαμε τις μεγάλες πόρτες πίσω μας κι αφήσαμε φύλακες λαμπερούς ιππότες να ξερνάνε καλούς τρόπους. Έπρεπε ρε συ κάπως να φανεί πως είμαστε προϊόντα της κοινωνίας μας.

Άλλη μια μέρα που δε σου 'πα όσα ήθελα να σου πω
Άλλη μια φορά που δε ζήσαμε όσα θέλαμε
Άλλη μια ιστορία θλίψης που βαριέμαι να πω

Πάλι τυπικές, ανούσιες συζητήσεις
Άλλο ένα πτώμα μέσα στο στόμα
Έχω γεμίσει σάπια κόκαλα
Το αγαπημένο μου φαγητό μετά το παγωτό
Θαμμένος στο χώμα μασουλάω
Σπάω τα δόντια μου
Και ξαναπροσπαθώ

Θα βρεθώ με κάποιο κινούμενο λείψανο πάλι
Αγκαλιά με πτώματα και ακαδημαϊκά πιστοποιητικά
Η γνώση της γνώσης είναι μεγάλο πράμα
Αυτογνωσία στον John Locke
Δικαιολογίες για να σφάζουν παιδιά
Η ιστορία δεν έχει καμία σημασία
Μόνο η Θεωρία των νικητών

Άλλη μια χαμένη μέρα ξεχασμένη απ' όλους
Άλλη μια ερωμένη δίχως όνομα
Παρηγορεί πληγιασμένους μα η ίδια δεν πονά
Το θέαμα του αίματος την καυλώνει
Αυτό το λέει αγάπη

Άλλη μια σκέψη προτού κοιμηθώ
Πάνω στ' αστέρια, κάτω απ' τη γη
Υπάρχει άραγε ισχυρότερο συναίσθημα απ' την ανθρώπινη αυταρέσκεια;

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Φοιτητικά

Παρατηρούσε τους γύρω του ψυχαναγκαστικά, με μια ειλικρινή αηδία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Έβλεπε καλλωπισμένα κορμιά να σέρνονται, σα στερημένα από ζωή, να τρέχουν να προλάβουν να πιάσουν σειρά για καφέ ή τυρόπιτα, να τσακώνονται, να μουρμουρίζουν και να χαζογελάνε σαν ηλίθια. Όλα αυτά του φαίνονταν φρικιαστικά.

"Θα παίξεις ρε μαλάκα ή θα ξημερώσουμε;", του 'πε κάποιος.

Ο Πάνος έριξε τα ζάρια. Τρία και δύο. Μίζερη ζαριά πάλι. "Σκατά", σκέφτηκε. "Σκατά και η ζαριά, σκατά και συ.", συλλογίστηκε ανεβάζοντας το βλέμμα του προς τον αντίπαλό του, που χαμογελούσε χαιρέκακα. "Πουθενά δεν πάω με τέτοιες ζαριές. Χάνω απ' τον μπετόβλακα ρε, κοίτα δω." Θυμωμένες σκέψεις κροτάλιζαν το μυαλό του· έβραζε ολόκληρος. Του Πάνου του άρεσε πολύ να παίζει τάβλι, μα ποτέ δε δεχόταν να χάνει από κατώτερους. Και τους θεωρούσε όλους κατώτερους. Έτρεφε μίσος προς το συμπαίκτη του, μίσος προς την ανθρωπότητα ολόκληρη εκείνη τη στιγμή. Πόσο θα 'θελε να νικούσε, να του 'χε κάνει ένα εννιάπορτο και ν' αστειεύεται με το χαμό του αντιπάλου του, συμπονώντας και παρηγορώντας τον που αποδείχθηκε λιγότερός του. Τώρα όμως ο ίδιος ήταν σ' αυτήν τη θέση και δε μπορούσε να τ' αποδεχθεί. Του 'ρχόταν να τινάξει όλο το τάβλι στον αέρα και ν' αρχίσει να το κοπανάει στο κεφάλι του άλλου, "τον γαμημένο το χοντρό που με κερδίζει κιόλας, γαμώ το κέρατό του", μα δεν το έκανε· αυτά και άλλα συναισθήματα τα κρατούσε κλειδωμένα μέσα του.

"Δε φαίνεσαι πολύ ορεξάτος σήμερα", του 'πε κάποιος άλλος.

Ο Πάνος τον αγριοκοίταξε λοξά. Τα μάτια του γυάλισαν κάπως, με μια παρανοϊκή λάμψη. Πόσο, μα πόσο του την έσπαγε να του το λένε αυτό.  Τα δόντια του σφίγγονταν τόσο από θυμό, που ένιωθε πως η γνάθος του θα σπάσει. Ο άλλος έμεινε με μισάνοιχτο στόμα και τρόμαξε λίγο μπροστά σ' αυτό το απρόσμενο θέαμα που προκάλεσε η κουβέντα του. Στη συνέχεια ο Πάνος πήρε απότομα ένα πιο μειλίχιο βλέμμα κι έβαλε τα γέλια. Ήταν σα να 'θελε να δείξει στον εαυτό του και τους άλλους πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.

"Δε γάμησα χθες, γι' αυτό", είπε. Όλοι γέλασαν και ξεχάστηκαν.

Ξανάριξε τα ζάρια. Πέντε-τρία. Πιο σκατά. Απόσκατα. "Οι χειρότερες ζαριές τις πιο ακατάλληλες στιγμές ρε πούστη", συλλογίστηκε· μια αντιπροσωπευτική συνθήκη ολόκληρης της ζωής του.
Οι άνθρωποι συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται απ' το μικρό καφετεριάκι της Φιλοσοφικής. Το βλέμμα του Πάνου καρφώθηκε σε μια κοπέλα με πλούσιο μπούστο. Ήταν ντυμένη πρόστυχα στα μάτια του, με κοντή φούστα, ηλιοκαμένες γάμπες κι ανοιχτή μπλούζα που σχημάτιζε ένα τεράστιο V, αναδεικνύοντας το σμαλτένιο, στητό της στήθος. "Πόσο σκληρά φαίνονται αυτά τα βυζιά", σκέφτηκε. "Πουτανάκι...". Φορούσε κι αυτή allstar, όπως πολλές και πολλοί άλλοι. "Ζώα", είπε ο Πάνος από μέσα του, "Ζώα όλα ίδια. Μόνο για ένα πούτσο είστε."

"Καλό ξεκωλάκι", αναφώνησε κάποιος απ' την παρέα.

"Σίγουρα θα κάνει και γαμώ τα ισπανικά", είπε κάποιος άλλος και γέλασαν όλοι, εκτός απ' τον Πάνο.

"Τι έγινε ρε μαλάκα; Τι έχεις σήμερα, περίοδο;", του 'πε κάποιος.

"Δε ξέρω. Νιώθω να καίγομαι. Δεν είμαι καλά, δεν κοιμήθηκα καλά. Δεν ξέρω.", είπε και του 'ρθε μια επιθυμία να συμπληρώσει "Κι αυτές οι μαλακίες που λέτε για την άλλη που πέρναγε… Εντάξει, δικαίωμα του πώς ντύνεται ο καθένας. Τι είστε, δικαστές;" Δεν ήξερε γιατί τα είπε αυτά, ενώ σκεφτόταν κι αυτός τα εντελώς ίδια με τους άλλους και χειρότερα. Ίσως είχε την ανάγκη να διαφέρει πάλι, να νιώσει ανώτερος και να πουν όλοι "να η φωνή της ελευθεροφροσύνης και της ανεκτικότητας, ενσαρκωμένη στον Πάνο." Πολλές φορές διαφωνούσε απλά για να διαφωνήσει, χωρίς να πιστεύει αυτά που λέει ή χωρίς να ξέρει αν τα πιστεύει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεχωρίζει· το αποζητούσε κάπως απεγνωσμένα, θλιβερά θα 'λεγε κανείς. Δεν άντεχε στιγμή να θεωρείται ίδιος με τους άλλους· καιγόταν εσωτερικά και σιχαινόταν τον εαυτό του. Θεωρούσε πως ζει στη ψηλότερη βουνοκορφή κι αγναντεύει τους πάντες από κει πάνω σα μυρμήγκια. Κι ας ήταν ακριβώς όμοιος μαζί τους, ολόιδιος. Η ουσία σήμερα εξάλλου είναι το τι πιστεύεις ή λες πως είσαι κι όχι το τι είσαι στ' αλήθεια.

"Εντάξει, αυτή το παράκανε. Είναι ολοφάνερο πως ψάχνει να τον φάει." Είπε μια σκιαγμένη φωνή από την ανήλιαγη γωνιά του τραπεζιού. Όλοι μειδίασαν πονηρά και τα μάτια τους έλαμψαν.

"Κανά ντεπόν πήρες;", είπε κάποιος στον Πάνο.

"Πήρα αλλά αρχίδια. Δε ξέρω. Μάλλον θα την κάνω για σπίτι."

"Κάτσε να παίξουμε άλλο ένα ρε συ."

"Βαριέμαι."

"Γιατί δεν πας στην Βίκυ που 'ναι εδώ δίπλα, να ξαπλώσεις εκεί;" Η Βίκυ ήταν η κοπέλα του Πάνου. Έμενε Ζωγράφου. Ο Πάνος τα 'χε μαζί της κάπου τρία χρόνια, αλλά δεν ήταν κι ιδιαίτερα ενθουσιασμένος μ' αυτό. Τις περισσότερες ώρες του περνούσε αδιάφορη. Άλλες προτιμούσε να κάθεται σπίτι και να τον παίζει, αντί να πηγαίνει μια βόλτα ή να κάνει οτιδήποτε μαζί της. Ειδικά τις μέρες που 'χε περίοδο.

"Η Βίκυ αυτοκτόνησε.", είπε ο Πάνος κοφτά, σα μηχάνημα. Όλοι μείνανε κόκαλο. Στη συνέχεια έβαλαν τα γέλια.

"Ξεκόλλα ρε μαλάκα, μας ψάρωσες στεγνά."

"Αλήθεια είναι", είπε ο Πάνος.

Τα γέλια σταμάτησαν. Όλοι κοίταζαν ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι, έχοντας παγώσει, μην έχοντας κάτι να πουν. Ο Πάνος μάζεψε τα πούλια κι έκλεισε το τάβλι δίχως να τους ρίξει βλέμμα. Στη συνέχεια πήρε τα τσιγάρα του απ' το τραπέζι και σηκώθηκε.

"Λοιπόν, την κάνω. Τα λέμε." Κι έφυγε προς τις σκάλες, περπατώντας βαριά και συρτά, σαν πτώμα που το κινούσαν με το ζόρι νήματα μαριονέτας.

"Ρε σοβαρολογεί;", είπε κάποιος από την παρέα.

"Μαλάκα ή ήπιε κανά μπάφο χθες ή έχασε το μυαλό του. Είναι δυνατόν να 'γινε κάτι τέτοιο και να 'ναι τόσο χαλαρός;", ξεφώνισε με καρτουνίστικη φωνή κάποιος μπόγος με μεγάλο κεφάλι κι αρχή καράφλας, μάλλον περισσότερο για να πετάξει μια κοινότοπη μαλακία, παρά γιατί πίστευε αυτό που έλεγε. Αν τον ρωτούσες μετά από 'να λεπτό σίγουρα δε θα θυμόταν τι είπε.

"Ρε ίσως τα ΄χει παίξει. Δεν είδατε πώς ήτανε σα ζόμπι; Ίσως δε ξέρει πώς να το χειριστεί.", είπε ο ψυχολόγος της παρέας.

Όλοι τρόμαξαν στο ενδεχόμενο να χρειάζεται να πάει κάποιος πίσω του ή ν' ανησυχήσουν γι' αυτόν. Ήταν ακόμη πρωί και βαριόντουσαν τόσο πολύ. Η αλήθεια είναι πως συνήθως οι ανθρωπιστικές μας πεποιθήσεις εξανεμίζονται σα σκόνη μπροστά στη σιδερένια μπότα της πραγματικότητας· ή ίσως ήταν πάντοτε φτιαγμένες από σκόνη. Σίγουρα πάντως προτιμάμε να κρύβουμε τις πιθανές υποχρεώσεις πίσω απ' τη σκοτεινή κουρτίνα του ασυνειδήτου, πείθοντας τους εαυτούς μας πως δε θα 'ναι κάτι σοβαρό που χρειάζεται την προσοχή μας. Όταν βέβαια τελειώσουμε με τις άλλες, σοβαρές υποχρεώσεις μας, ίσως μας πιάσει λίγο το ανθρωπιστικό και πάρουμε ένα τηλέφωνο ή πάμε απ' το σπίτι του άλλου, για να νιώσουμε αυτό το μεθυστικό συναίσθημα αυταρέσκειας του να βοηθάμε κάποιον στη δύσκολη και να καθησυχαστούμε πως κάναμε το καθήκον μας. Έτσι νιώθουμε λίγο παραπάνω καλύτεροι άνθρωποι κι αλληλέγγυοι στον πόνο του άλλου, τον οποίο ίσως ποτέ δεν ψηλαφήσαμε καν ή δε μπήκαμε απαρχής στην προσπάθεια να καταλάβουμε. Η ζωή θα 'ταν τόσο πιο περίπλοκη αν δε στρεφόταν γύρω από αποκομμένες ατομικότητες με καθορισμένους δρόμους, που τέμνονται περιστασιακά και για τα πιο τετριμμένα πράγματα. Ο στόχος των ημερών μας είναι η ατομική επιτυχία, μιας κι αυτό σύμφωνα με τα κοινωνικά ιδεώδη αντανακλά την ευτυχία μας· μα ο δρόμος προς τα κει αναγκαστικά είναι στρωμένος με πολλές εμβόλιμες δόσεις μονωμένης ματαιοδοξίας. Άλλωστε ποιος θα μας κατηγορήσει που επιβιώνουμε στην κοινωνία που έτυχε να γεννηθούμε; Δεν είναι δικό μας κρίμα το που πέσαμε, κι ήδη είμαστε παραπάνω ανθρωπιστές απ' ό,τι το σύστημα μας έκανε, αφού θα μπορούσαμε να ξεσκίζουμε ο ένας τα σωθικά του άλλου. Αυτό κάνουμε δηλαδή, αλλά τουλάχιστον το κάνουμε πολιτισμένα. Σκεφτείτε να κυνηγιόμασταν με τσεκούρια μέσα στη Φιλοσοφική να πάρουμε ο ένας το σκαλπ του άλλου για καλύτερους βαθμούς! Ωιμέ! Θα 'ταν πράγματι φριχτό! Ευτυχώς που η τράπουλα έχει μοιραστεί έτσι απ' το καζίνο, ώστε ο κάθε παίχτης να ΄χει ελεύθερο μεγάλο πεδίο κινήσεων· πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του παιχνιδιού βέβαια. Η ελευθερία είναι το παν άλλωστε! Και δεν είναι δική μας ευθύνη το πώς καταλήγουν οι άλλοι· είναι στο δικό τους πλαίσιο ή πλαισιάκι ελευθερίας να πράξουν αλλιώς. Κι εμείς όπως είπαμε είμαστε ήδη παραπάνω ανθρωπιστές απ' ό,τι μας απαιτείται. Μην το παραγαμήσουμε όμως. Αύριο θα πρέπει να ζήσω την οικογένεια μου κι εσύ τη δική σου. Ας το 'χουμε από τώρα κατά νου κι ας χαμογελάμε, προς το παρόν, γλαφυρά στο ενδεχόμενο της προσωρινής μας συνθήκης ειρήνης· ας πίνουμε στην υγειά της συμφιλίωσης στο πλαίσιο που μας επιτρέπει να χαμογελάμε και να 'μαστε ξέγνοιαστοι, έχοντας φυσικά πάντοτε όλα αυτά στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Δεν είμαστε και κορόιδα.

***

"Ποιος είναι για ταβλάκι;"

"Εγώ, έλα στήσε."

"Τι έχουμε τώρα ρε μαλάκες, αρχαία ιστορία;"

"Ναι γάμησε τα. Έχε χάρη που 'χω κοπεί τρεις φορές, αλλιώς θα την πιστόλιαζα."

"Είναι πολύ βαρετή ρε μαλάκα. Αλλά αυτά που λέει η καριόλα δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Και κανένα μουνόπανο δε δίνει καλές σημειώσεις. Ούτε η δαπ δεν έχει γι' αυτό το μάθημα, απίστευτο! Άντε να το περάσουμε με κανά πέντε Θεούλη μου και να πά να γαμηθεί."

Ρούφηξαν όλοι από μια τζούρα καφέ. Μετά πήγαν στο μάθημα, αλλά βαρέθηκαν κι έφυγαν στη μέση. Έφαγαν μεσημεριανό στο εστιατόριο και τράβηξε ο καθένας προς το σπίτι του. Ο μπόγος με την αρχή καράφλας έκοψε στον ηλεκτρικό ένα "ωραίο μουνάκι" και διακριτικά χώθηκε δίπλα του στην αναμπουμπούλα όταν έφτασε το τραίνο. Αυτή θα 'ταν δε θα 'ταν δεκάξι χρονώ. Προσπαθούσε σε κάθε στάση να κάνει πως πέφτουν τυχαία τα χέρια του πάνω στον κώλο της, "ήταν που ΄ταν στριμωχτά, δε θα μπορούσε να πει κάτι", σκεφτόταν. Ξερόγλειφε τα χείλια του κάθε φορά π' άγγιζε λίγο ψαχνό και τα μάτια του σπινθίριζαν από 'να σιχαμένο, λάγνο βλέμμα που θα 'φερνε εμετό σ' όποιον το αντίκριζε. Κάποιος άλλος πιο δίπλα έκανε το ίδιο με μια άλλη πιτσιρίκα κι οι δυο τους συναντήθηκαν αμέσως στα βλέμματα, συνεννοήθηκαν απόλυτα. Αντάλλαζαν κρυφές ματιές και γελούσαν πνιχτά μ' ένα μοχθηρό, ενοχικό χαμόγελο, σα να 'χαν κάποια μυστική επικοινωνία ή σαν αυτό που έκαναν να τους πρόσφερε τόση απόλαυση, που όμοια της δεν υπήρχε. Ήταν πράγματι ευτυχισμένοι εκείνα τα λίγα λεπτά. Μέχρι να κατέβουν δηλαδή τα κορίτσια και να χωρίσουν απ' το τραίνο, γιατί τότε η ευτυχία τους θα γινόταν καπνός και θα 'μεναν πάλι στεγνοί σαν κάκτοι στην έρημο με τα κογιότ. Έδιωχναν απ' το μυαλό τους αυτό το ενδεχόμενο που τους τρομοκρατούσε και προτιμούσαν να ζουν μ' όλο τους το είναι την όμορφη αυτή, παραδεισένια στιγμή. Άλλωστε το να επικοινωνείς με κάποιον ουσιαστικά είναι εξαιρετικά σπάνιο στις μέρες μας.

Ξαφνικά το τραίνο σταμάτησε. Επικράτησε ελαφρά σύγχυση. Εκεί ο μπόγος βρήκε ευκαιρίες να χουφτώσει ακόμη περισσότερο· ήταν όμως τόσο λάγνος κι απρόσεχτος που το κορίτσι τον πήρε χαμπάρι, τον κοίταξε περιφρονητικά και πήγε πιο πέρα στο βαγόνι για ν' αποφύγει τις αχόρταγες δαγκάνες του έκφυλου αστακού. Ο μπόγος θύμωσε πολύ μ' αυτήν την κίνηση, γιατί ήξερε κατά βάθος πως δεν της στοίχιζε και τίποτα το να την χαϊδεύει λίγο μέσα στο τραίνο ένας άγνωστος τύπος. Συμβαίνει συνέχεια ούτως ή άλλως. Τώρα όμως του πήρε τη χαρά κι ήταν σαν το μωρό που του πήραν το γλειφιτζούρι απ' τα χέρια. Σκεφτόταν πως αν ήταν κάπου μόνοι τους, χωρίς πιθανότητα να πιαστεί, σίγουρα θα την βίαζε ή θα την χτυπούσε με μανία μέχρι να τη σκοτώσει.
Ο σύντροφος του αντιθέτως είχε παίξει πιο έξυπνα το παιχνίδι και κατείχε ακόμη το βραβείο του, που ανά διαστήματα του ΄βαζε και λίγο χέρι. Εκείνο το κακόμοιρο κορίτσι εμπρός του, φαινόταν εντελώς χαμένο στις σκέψεις του, έτσι δεν καταλάβαινε ποιος την ακουμπούσε και γιατί, υπέθετε πως θα 'ταν απλώς απ' το στρίμωγμα· ιδανικό θύμα για τέτοιες καταστάσεις. Ο μπόγος άρχισε να φουντώνει από μίσος και ζήλια για το σύντροφό του που βίωνε ακόμα την εύχαρη ηδονή ενώ αυτός όχι· έτσι η δυνατή τους φιλία έσπασε και δεν ξαναενδιαφέρθηκαν ο ένας για την ύπαρξη του άλλου ποτέ πια. Μετά από χρόνια μόνο ο μπόγος θυμήθηκε αυτό το περιστατικό και το αναπόλησε με κάποια λευκή νοσταλγία. Τα επακόλουθα τον είχαν κάνει να το ξεχάσει.


Το τραίνο παρέμενε ακόμα σταματημένο και γύρω ακούγονταν διάφορα ξεφυσήματα, λίγα ανάθεμα και μερικές χριστοπαναγίες, όλα στα ψιθυριστά βέβαια. Η μόνη φωνή που ακουγόταν δυνατά ανάμεσα στα ζώντα πτώματα ήταν ενός ταλαίπωρου τυπάκου που πουλούσε χαρτομάντηλα, μα κανείς δεν του ΄δινε οποιαδήποτε σημασία. Ξαφνικά ακούστηκε ένα χράτσα-χρούτσα απ' τα μεγάφωνα, ακολουθούμενο από μια βραχνή, στεντόρεια φωνή: "Μας συγχωρείτε για την καθυστέρηση, αλλά άλλη μία αυτοκτονία σημειώθηκε πριν από λίγο στις ράγες του σταθμού Βικτώρια. Αναμένουμε έως ότου οι αρχές αποκολλήσουν το σώμα που βρίσκεται κάτω από τις ρόδες του επόμενου τραίνου, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει απροσκόπτως το δρομολόγιο του." Κάποια κοφτή παγωμάρα τους διαπέρασε όλους σαν μικρή λεπίδα ξυρίσματος που γρήγορα έδωσε τη θέση της σε μια έντονη σιχασιά. "Μα ήταν ανάγκη να 'ναι τόσο αναλυτικός;", σκέφτονταν πολλοί. Κάποιοι έβγαλαν μικρά επιφωνήματα φρίκης και θαυμασμού, ενώ μια κυρία έκανε τρεις φορές το σταυρό της και συνέχισε να λύνει σταυρόλεξα. Ο μπόγος είχε αποθέσει τελείως τα μάτια του πάνω στη δεκαεξάχρονη, παρατηρώντας τη εκστασιασμένος να παίζει με το μαλλί ή να καθαρίζει τη μύτη της· δεν πολυάκουγε τι λεγόταν απ' τα ηχεία. "Μην ανησυχείτε. Σε πολύ λίγο θα ξεκινήσουμε. Τώρα μαζεύουν το πτώμα.", συμπλήρωσε η βροντερή φωνή που φαινόταν να διασκεδάζει κάπως με τις εκφωνήσεις. Το πτώμα ήταν ο Πάνος.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Τρεις φίλοι

Τρεις φίλοι, ο Ορέστης, ο Αλέξης και η Μαρίνα, η ξαδέλφη του Ορέστη, πήγαν διακοπές σ’ ένα νησί. Μετά από ένα πανέμορφο, ηλιόλουστο μεσημέρι, αφού έφαγαν σ’ ένα μικρό ταβερνάκι μιας λίγο περίεργης μα καλοσυνάτης γριάς, σ’ ένα απόμερο, γραφικό χωριό με κάπως παράξενους, σκιώδεις μα ανάλαφρους κατοίκους, βρέθηκαν ο καθένας σ’ αυτήν την κατάσταση, σαν σε όνειρο μα ξυπνητοί, δίχως να ‘χουν καταλάβει το πώς ή το γιατί.

Ο Ορέστης έξω από το χωριό, να περπατάει με το σακίδιό του προς κάπου που δε γνώριζε, μονάχα ένιωθε μια απέραντη ξηρασία σαν σε έρημο, σ’ ένα στεγνό ορίζοντα που φάνταζε απέραντος. Σκούπισε τον ιδρώτα από το κούτελό του, κοίταξε πίσω του κι ο ορίζοντας εκτεινόταν αχανής, καλυμμένος από μια μεγάλη ωχροκίτρινη σκόνη, που το χωριό ή οτιδήποτε άλλο δε φαινόταν. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν και ποτέ έξω απ’ το χωριό. Συνέχισε να περπατά.

Ο Αλέξης ήταν σ’ ένα παράξενο τροπικό περιβάλλον, πάνω από μια παραλία· άκουγε το φλοίσβο της θάλασσας, μα μπροστά του απλώνονταν κάτι περίτεχνοι, σκαλιστοί, στροβιλισμένοι βράχοι. Πλησίασε κι ένιωσε αδύναμος, καθώς οι βράχοι μεγάλωναν και μπερδεύονταν όλο και περισσότερο όσο τους προσέγγιζε. Κάπου διέκρινε μια επιγραφή, με μεγάλα κόκκινα σκαλίσματα «Απαγορεύεται η είσοδος αν δεν προειδοποιήσεις τους άλλους για τον κίνδυνο». Έκανε φριχτή, αφόρητη ζέστη· ο ήχος των κυμάτων κι η μυρωδιά της αλμύρας πέρα απ’ τα βράχια βασάνιζαν αφόρητα τον Αλέξη. Ξαφνικά άκουσε κάτι σα μηχανή· ο Αλέξης γύρισε κι είδε πράγματι, μια μοτοκρός μηχανή που ‘κάνε μπάντες στο ξερό, καστανόξανθο χώμα· ο καβαλάρης της ήταν ντυμένος μ’ ολόσωμη πολύχρωμη αγωνιστική στολή και φορούσε άσπρο κράνος, πιτσιλωτό με κόκκινες και μπλε πινελιές. Η μηχανή κατευθυνόταν με φόρα προς τα βράχια, κι ο Αλέξης ένιωθε σαν ο αναβάτης να τον κοίταζε στα μάτια, πράγμα αδύνατο μιας κι έβλεπε μόνο την ασημένια αντανάκλαση του θολωτού του κράνους. Εκεί που φαινόταν πως θα ‘σκαγε στα στροβιλώδη βράχια, η μηχανή τα σκαρφάλωσε και χάθηκε στους στροβίλους τους.

Η Μαρίνα βρέθηκε γυμνή κάτω από κάποιες ανθισμένες μηλιές σε μια κατάσταση ονειρική που τη μεθούσε. Αφέθηκε στη μυρωδιά της χλόης και του εξαγνισμένου αιθέρα. Άρχισε να γελά σαν παιδάκι, πασαλείβοντας στο σώμα της τη γύρη απ’ τα λουλούδια και χορεύοντας πάνω στο χώμα μαζί με τα πουλιά και τα έντομα που την τριγύριζαν και της τραγουδούσαν. Ξαφνικά ένας σάτυρος ξεπρόβαλλε απ’ τους θάμνους· έβγαλε το φλάουτό του και της τραγούδησε τον πιο όμορφο σκοπό που ‘χαν ποτέ ακούσει τ’ αυτιά της. Απομαγεμένη, του δόθηκε το ίδιο βράδυ κάτω απ’ το φεγγάρι, μα όταν ξύπνησε αυτός είχε φύγει και μόνο το γέλιο του αντηχούσε μέσα απ’ τα φυλλώματα και τις δροσοσταλίδες.

Κάποια στιγμή ο Ορέστης έφτασε σε μια σπηλιά στην έρημο, όπου τον περιποιήθηκε μια ομάδα άγριων· ήταν πάντα χαμογελαστοί κι έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Του έδωσαν όλες τις απολαύσεις, έστρωσαν μπροστά του ένα τεράστιο βράχο με κάθε είδους φαγητό· ό,τι ζώο και γλυκό κανείς μπορούσε να φανταστεί βρισκόταν σ’ αυτό το τραπέζι. Αφού έφαγε του σκασμού, οι πανέμορφες νεαρές κόρες του αρχηγού άρχισαν να χορεύουν αισθησιακά μπροστά κι απάνω του, καλώντας τον να τις αγγίξει και να τις χαϊδέψει, βάζοντας οι ίδιες τα χέρια του στους γλουτούς τους, ενώ στη συνέχεια άρχισαν να τον φιλάνε και να τον γλύφουν σ’ όλο του το κορμί κάνοντάς του τον πιο παθιασμένο έρωτα με τον αρχηγό και τους άλλους άγριους να κοιτάνε αμίλητοι, πίνοντας κρασί.

Ο Αλέξης είχε μείνει έκθαμβος με τον καβαλάρη· ξάφνου γύρισε πίσω το κεφάλι κι είδε άλλη μια μηχανή, ίδια μ’ αυτήν που ‘χε δρασκελίσει τα βράχια, να στέκει μόνη λάμποντας, κάτω απ’ την ολόκαυτη ζέση τ’ απέραντου μεσημεριού· τα κλειδιά ήταν απάνω· δίπλα της βρίσκονταν μια στολή κι ένα κράνος, ίδια μ’ αυτά του αναβάτη. Ο Αλέξης κοίταξε για λίγο τη μηχανή· στη συνέχεια του φάνηκε πως άκουσε φωνές· κάτι σα γυναικείο κελάηδισμα, σα γλυκός θρήνος, απλωνόταν πίσω απ’ τα βράχια και χανόταν μαζί με το γλυκό ήχο του φλοίσβου. Φόρεσε τη στολή και το κράνος, ανέβηκε στη μηχανή, την άναψε κι έκανε προς τα πίσω για να πάρει φόρα και να διασχίσει τα βράχια. Καθώς ερχόταν μ’ όλη του την ταχύτητα, του φάνηκε πως δίπλα απ’ τα βράχια διέκρινε ένα ακαθόριστο περίγραμμα, μια θολή και σκοτεινή μορφή, μα δεν έδωσε σημασία. Πράγματι ξεγλίστρησε μέσα απ’ τα βράχια σα στρόβιλος μαζί μ’ αυτά, για λίγο ένιωσε σαν πύρινος θεός, μα όπως στροβιλίζονταν η μηχανή του ‘φυγε απ’ τα χέρια και το σώμα του έσκασε πάνω στα κοφτερά βράχια  κουτρουβαλώντας προς τα κάτω και ρίφθηκε μ’ ορμητική δύναμη σ’ ένα τεράστιο, άγριο ποτάμι.

Η Μαρίνα άκουσε έναν τεράστιο κρότο, σαν κάποιος να ‘πεσε από ύψωμα σε νερό. Ταράχτηκε κι άρχισε να περιπλανιέται ανάμεσα στα δέντρα, ψάχνοντας από πού ήρθε ο θόρυβος, μα τα δέντρα και τα τοπία της φαίνονταν το ένα ίδιο με τ’ άλλο· άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα και στο τέλος έτρεχε τρομαγμένη χτυπώντας τα κλαριά και τις φυλλωσιές, μα κάθε βήμα που ‘κανε ήταν λες και το ‘κανε προς τα πίσω, γιατί τίποτα δεν άλλαζε κι όλα μέναν όπως είχαν. Κάποια στιγμή ένιωσε μια αφόρητη ζαλάδα λες και γύριζε γύρω απ’ τον εαυτό της και λιποθύμησε.

Εκεί που η απόλαυση έφτανε στην κορύφωσή της ο Ορέστης άνοιξε τα μάτια για να δει ότι οι πανέμορφες νεαρές κόρες είχαν αλλάξει σε σιχαμερές, παραμορφωμένες γριές με σαπισμένο δέρμα, χωρίς μάτια κι αυτιά, που γελούσαν ακατάπαυστα με το ξεδοντιασμένο βρώμικο στόμα τους που ‘ζεχνε· σε κάποιες ξεκολλιόταν το σαγόνι κα σ’ άλλες άλλα μέλη, που ‘σκαγαν στο χώμα. Ο Ορέστης άρχισε να ουρλιάζει, μα οι άγριοι, χωρίς κανένα ίχνος ανεμελιάς, τώρα είχαν γίνει σαρκοβόρα θηρία, έχοντας πάρει τις μορφές διάφορων ζώων με κόκκινα μάτια, τον κοίταζαν και γελούσαν δυνατά κι ακατάπαυστα, ενώ τα γαμψά νύχια των τερατόμορφων γριών τον ξέσκιζαν και τρέφονταν με το αίμα του, διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου με το κουφάρι του.

Ξαφνικά ο ουρανός άλλαξε χρώμα, μαύρισε, άρχισε να βροντά και ν’ αστράφτει· μια φοβερή καταιγίδα από κόκκινο νερό, σαν αίμα, ξέσπασε. Ο Αλέξης προσπαθούσε να κολυμπά, να μην τον παρασύρει το ρεύμα του ποταμού, ενώ πονούσε απ’ το σύρσιμο στα βράχια, μα δεν το καταλάβαινε. Έφτασε ως ένα κλωνάρι, πιάστηκε κι άρχισε να σκαρφαλώνει το μεγάλο απόκρημνο, βραχώδη γκρεμό, για να βρεθεί πάνω απ’ τη χαράδρα. Όπως ακουμπούσε τα χέρια του στα βράχια, το κόκκινο νερό της βροχής έπεφτε ατέλειωτο πάνω του θολώνοντάς του το κράνος· σχεδόν μη βλέποντας τίποτα, κάποια στιγμή έκανε με το χέρι του να πιαστεί από ‘να βράχο μ’ αυτός είχε απάνω μια πρόκα, αλλά ανάποδα καρφωμένη με τη μύτη προς τα έξω, έτσι που διαπέρασε το χέρι του ολότελα από τη μια μεριά στην άλλη, πλημμυρίζοντας το στο αίμα, που όμως δε φαινόταν εξαιτίας του κόκκινου νερού της βροχής που έκανε τα πάντα να μοιάζουν ματωμένα, ως και τα βράχια. Ο Αλέξης δεν το κατάλαβε και συνέχισε να σκαρφαλώνει μα τ’ άλλο του χέρι έπεσε και κείνο πάνω σ’ ένα μεγάλο καρφί τρυπώντας το και χωρίς να καταλάβει γιατί και πώς έπεσε απ’ τα βράχια πίσω στο αφρισμένο ποτάμι και χάθηκε μέσα του. Καθώς βυθιζόταν για κάποιο λόγο ευτυχισμένος, η επιφάνεια άστραφτε και μέσα απ’ το νερό φαινόταν ένα πορφυρό ασήμι να ‘χει σκεπάσει τον ουρανό.

Η Μαρίνα ξύπνησε και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Τα δέντρα, τα λουλούδια, είχαν όλα καεί ολοσχερώς· το μόνο που ‘χε απομείνει ήταν η στάχτη τους, το τοπίο έβραζε σαν κόλαση κι αυτή η ακατάσχετη λάβρα δημιουργούσε μια πνιγερή κι ανυπόφορη πύρινη ατμόσφαιρα που δε μπορούσες να διακρίνεις τίποτα πέρα από κάποιο σημείο· όλα ήταν ωχροκίτρινη σκόνη. Ένας δυνατός, πύρινος μουσώνας φύσηξε κι ένιωσε να της καίγονται τα μάγουλα κι οι ώμοι κι ολόκληρη ν’ ανάβει και να παίρνει φωτιά. Τα μαλλιά της από μελαχρινά γίναν χρυσά, πυρόξανθα, χολωμένα· η σάρκα έφυγε απ’ το πρόσωπο της κι έμειναν καψαλισμένα μαύρα κόκκαλα ενώ τ’ άκρα της ήταν πυρωμένα. Με τ’ αριστερό χέρι κρατούσε ένα πυρωμένο μαστίγιο, που δεν ήξερε πως βρέθηκε στα χέρια της· όταν γύρισε το κεφάλι είδε έναν μαύρο, σκελετωμένο, μα θεριεμένο πήγασο που τον κατατρώγαν σκουλήκια, να ‘χει αρπάξει φωτιά και να χλιμιντρίζει εξαγριωμένος· ένιωθε πως την καλεί. Ανέβηκε πάνω στο πλάσμα και πέταξαν, κανείς ως σήμερα δεν ξέρει προς ποιους τόπους και πολιτείες.



Ο Ορέστης ξύπνησε καταϊδρωμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Κοίταξε την ώρα. Ήταν τρεις παρά μεσάνυχτα κι η μητέρα της Μαρίνας του ‘χε κάνει έξι κλήσεις. Γύρισε προς το μέρος τους, μα δεν υπήρχε κανείς. Ήταν μόνος του στο δωμάτιο. Ταραγμένος, άνοιξε το παράθυρο· απ’ έξω είδε να ξεχύνεται η μαύρη άβυσσος, όπου κάθε λογής πνιγμένοι πάλευαν με τους πύρινους δαίμονες που τους κυνηγούσαν. Δίπλα απ’ το περβάζι βρήκε ένα όπλο. Το κοίταξε για λίγο κλαίγοντας· στη συνέχεια το άρπαξε και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Ξύπνησε πάλι στην έρημο. 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Μελωδία των ονείρων


Η απόλυτη δυστυχία δεν είναι παρά η συνείδηση της δυστυχίας.
Η δυστυχία του ανθρώπου ήταν, είναι και θα 'ναι αναπόφευκτη.
Μονάχα τα όνειρα ξεστρατίζουν απ' το αναπόφευκτο.
Οι στιγμές τους μπορούν να φέρουν την ευτυχία.
Μικρές δόσεις μεγάλων ονείρων, τέτοιων,
που 'ναι αρκετό ώστε κανείς να ζει τελικά.

Οι ζωντανοί είναι νεκροί μέχρι να σχεδιάσουν το θάνατό τους.
Οι νεκροί δε ξέρουμε τι είναι.

Ο κόσμος είναι μια σύμβαση που κάνουμε,
για να 'χουμε κάτι να κάνουμε,
να σκοτώνουμε την ώρα μας,
μέχρι κι εμείς να πεθάνουμε.

Η απόλυτη δυστυχία βρίσκεται στη λογική.

Επιθυμώ διακαώς την καταστροφή της λογικής
Και ζωγραφίζω ένα πύρινο μηδέν στα όνειρά μου,
άσβεστο κι ακόρεστο, φλεγόμενο μέσ' το άπειρο,
που δε ρωτά γιατί και πώς.

Μια σκέψη κρατά ένα σύμπαν σε συνοχή,
που ένα ανέμελο βλεφάρισμα θα κατέστρεφε.

Είναι που δεν ενοχλεί τίποτα το μάτι πλέον,
είναι που γεράσαμε νωρίς
και που δε νιώθουμε στον αέρα
τη γύρη του αιώνιου
Κρατάμε τα μάτια ανοιχτά στο ψέμα
κι η ηρεμία μας ισοδυναμεί με την ανυπαρξία μας.

"Καλωσήρθατε στο κενό της ύπαρξης σας",
μας χαιρετίζουν όλα τα άμορφα,
βέβαια,
έχει και φρέντο εσπρέσσο εδώ.

Η αίσθηση της μονοτονίας είναι αποπνιχτική.
Παντού μυρίζει πτωμαΐνη.
Για να βρεις λουλούδια εδώ,
πρέπει να χώσεις το κεφάλι βαθιά στο χώμα.

Άνυδρες πηγές οι στοχασμοί μας,
Προβάλουν σε γη δαιμόνων την αυταρέσκεια μας*
οικτίρουν παρελθόν και μέλλον
Για μια ζωή που μέλλει πάντα να 'ρθει.
Εξυμνούν ένα τώρα θολό, θεό κι αφέντη,
καλά που υπάρχουν*
άδεια κάστρα στοιχειώνουν
και στο τίποτα αχνοφέγγουν.

Δίψα που ποτέ δε φτάνει στον κορεσμό.

Ανύπαρκτοι παράδεισοι, φρούδες ελπίδες
Μας πληρώνουν με το πιο ακριβό νόμισμα
για να μας τα πάρουν, στο τέλος, όλα.
Μα πιο πολύ απ' όλα ματώνει το κενό ολόγυρα.

Άρρωστες σκιές οι ψυχές
ανθρώπων που πεθάναν φυλακισμένοι
στ' άδειο πακέτο της ζωής τους,
που το καπνίσαν άλλοι.

Τραγουδάμε λόγια ζωντανών
που περπατούν ακόμη, σ' έναν κόσμο νεκρών
Στην υπέρβαρη σκηνή που μας καρφώσαν στα πόδια
ψελλίζουμε τη μελωδία των ονείρων
κρυφά ελπίζοντας η ζοφερή αυλαία να πέσει,
το κόκκινο τις μαύρες ψυχές να πλημμυρίσει
και να τις πνίξει μέσα στο αίμα
της πιο ανίερης θλίψης.

Τότε τα όνειρα θα γεννηθούν
και θα θηριέψουν φλογερά
Χαμογελώντας μέσ' απ' τα συντρίμμια
Πύρινες ενοχές θα μας κυκλώσουν
Και θα πεθάνουμε ευτυχισμένοι
Μαζί μ' έναν κόσμο
που έπρεπε να καταστραφεί.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Τραγουδώντας



Βαδίζεις σ’ άγνωστης χώρας τα άβατα,
αναμένοντας ν’ ακούσεις
ισχνής μελωδίας το κάλεσμα να μοιάζει
εφαλτήριο ζωής.

Βάνεις τ’ ακουστικά σου για το δρόμο,
το Τίποτα δε χάνεις,
αναμένοντας το Κάτι που ‘ναι να ‘ρθει·
τη μουσική προσμένοντας.

Μια γλαφυρή μουσική που ποτίζει ζωή,
κλέβοντας κάθε μιλιά,
αφήνοντας τα μάτια μοναχά να μιλήσουν,
το άσμα της ζωής τραγουδώντας.

Παίζοντας το παιχνίδι της φωτιάς,
μέσ’ απ’ το χορό ζώντας
αυτής που ‘θα ‘ρθει και θα σε πλανέψει
στ’ άστρα ν’ αρθείς,

τραγουδώντας το άσμα της ζωής,
των στιγμών σας,
που θα ‘ρθουν, των μελωδικών,
και θα φύγουν.

Μια μέρα που θα τρέχεις, στάσου·
γύρνα· άκου·
ένα τραγούδι που γράφτηκε
για σένα.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Θάνατος

Έτσι τη βλέπουμε κάποιοι τη ζωή

Έρμαια θανάτου,
μετράμε της αβύσσου μας τη ριξιά.
Τραγικά γελάμε,
τίποτα δεν μας ξυπνά,
τη ζωή μας σαν πονάμε,
που κουβαλάμε δίχως πάθος
να νιώθουμε
κανένα.

Άχθος κι ίλιγγος μόνο, 
απ' όλα αυτά που μας φορτώνουν
δίχως να μας ρωτάνε.

-Κάποτε βρίσκουμε παιχνίδια να σκοτώνουμε την πλήξη μας-

την ώρα μας σκορπάμε
ρόλους αλλάζουμε, χαμογελάμε 
και μας νομίζουμε αιώνιους.

Μα ο θάνατος δε γελιέται από ιδανικά.
Παντού παραφυλά.
Την πιο αδύναμη στιγμή μας, τη διψάει,
Να συρθούμε χάμου, να ξεψυχήσουμε ζητάει,
Και τότε ανήλεα μας χτυπάει.
Πληγή βαθιά σαν φέρουμε,
καταδίκη θανατική, που με τα χάδια τα εγκόσμια
δεν περνάει.